- Νικάτορος
- Νικάτωρconquerormasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νικάτορος — νῑκάτορος , νικάτωρ conqueror masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σελευκίδης — ο, ΝΑ 1. ο απόγονος τού βασιλιά τής Συρίας Σελεύκου Α Νικάτορος 2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Σελευκίδες και oἱ Σελευκίδαι περιληπτική ονομασία τών διαδόχων τού βασιλιά τής Συρίας Σελεύκου Α Νικάτορος («το κράτος τών Σελευκιδών»). [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
σελεύκειος — α, ο / σελεύκειος, εία, ον, ΝΑ [Σέλευκος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σελεύκεια («σελεύκειον δίδραχμον», επιγρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως κύριο όν.) τα Σελεύκεια ετήσια αγωνιστική εορτή που τελούσαν οι κάτοικοι τής αρχαίας ιωνικής … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek